Διακόσια περίπου χρόνια μετά, στην Αμαλιάπολη, σαν άλλοι Όθωνας και Αμαλία ο Πάνος και η Άντυ έκαναν μια άλλη στέψη.
Η ατμόσφαιρα ήταν κάπου ανάμεσα σε αυτοκρατορική και απλή-αυτή της αυθεντικής επαρχίας. Μια ηλιαχτίδα τότε, βγήκε και κάρφωσε το μέρος.
Φορώντας ένα φολκλορικό νυφικό, η Άντυ, χωρίς να το ξέρει ντύθηκε την Αμαλιάδα. Φορεσιά που ονομάστηκε έτσι επειδή την έφτιαξαν για τη Βασίλισσα.
Ήταν παραδοσιακά κεντημένη, για να θυμίζει την αγαπημένη της Ελλάδα.
Μεταφυσικά η Αμαλία, εμφύσησε την έμπνευσή της στη σύγχρονη εστεμμένη. Ήταν σα να έμπλεξαν οι χρόνοι.
Ο Όθωνας, συγγνώμη, ο Πάνος ήθελα να πω, κοιτούσε και θαύμαζε και έμοιαζε να είναι μπερδεμένος.
Αυτός με έναν ίσως όχι τελικά- τώρα που το σκέφτομαι- και τόσο περίεργο τρόπο, έφερε την κώμη του άλλου.
Χαμογελούσε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο.
Ξαφνικά, οι τοίχοι του παλατιού, γινόταν ξεφτισμένος σοβάς και η τέχνη ήταν άλλη.
Τα Ευκλείδεια διανύσματα μετατοπίστηκαν και άλλαζε ο χώρος.
Καθώς μπλεκόταν ο χρόνος, αστραπιαία φώτα εναλλασσόταν και μια εμφανιζόταν ο ζωγράφος που κάθισε την Αμαλία και τον Όθωνα
για να τους αποτυπώσει στον καμβά και μια ο φωτογράφος γάμου, που έκανε τη δική του αποτύπωση.
Τα βλέμματα διασταυρώθηκαν και ο βασιλιάς έβλεπε την Άντυ και η Αμαλία τον Πάνο καθώς ο άγνωστος κύριος,
κρυφοκοιτούσε πίσω από τις φυλλωσιές του δέντρου.
Θα λαχταρούσε σίγουρα η Αμαλία να είχε γίνει και ο δικός της μανδύας, όπως το πέπλο της Άντυ ένα με τα σύννεφα.
Όπως και ο Όθωνας θα ζήλευε τα μάτια του Πάνου που έγιναν μέρος της μπλε θάλασσας.
Οι φωτογραφίες αυτού του γάμου, πάντρεψαν ένα ένδοξο παρελθόν, με ένα ακόμα πιο ένδοξο μέλλον,
δύο ανθρώπων που έμελλε να συνεχίσουν κάτι που δεν τελείωσε ποτέ αλλά και που ακόμα δεν είχε αρχίσει.
Σας αρέσει η φωτογραφία μου; Ας μιλήσουμε →